- θεοσφαγία
- θεοσφαγία, ἡ (AM)η αναίμακτη σφαγή τού Χριστού κατά τη θεία λειτουργία για μετάληψη τού σώματος και τού αίματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -σφαγία (< -σφάγος < σφάζω), πρβλ. χοιρο-σφάγος > χοιρο-σφαγία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek